- πολιτικάντης
- ο политикан
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολιτικάντης — ο, Ν 1. πολιτικός ο οποίος επωφελείται από τις καταστάσεις χρησιμοποιώντας μικροπολιτικές μεθόδους και προσωπικές γνωριμίες 2. κάθε άτομο επιτήδειο στην εκμετάλλευση πολιτικών καταστάσεων και προσωπικών γνωριμιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. politicante] … Dictionary of Greek